- ἀωρόνυκτος
- ἀωρό-νυκτος, ον,A at midnight,
ἀ. ἀμβόαμα ἔλακε A.Ch.34
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. ἀμβόαμα ἔλακε A.Ch.34
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αωρόνυκτος — ἀωρόνυκτος, ον (Α) 1. ο μεσονύχτιος (φρ., «ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα ἔλακε» έσκουξε τα μεσάνυχτα, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ἀωρόνυκτον — ἀωρόνυκτος at midnight masc/fem acc sg ἀωρόνυκτος at midnight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)